- αμφοτερόφθαλμος
- ἀμφοτερόφθαλμος, -ον (Μ)το να έχεις και τα δύο μάτια υγιή, το να βλέπεις και με τα δύο μάτια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφότεροι + ὀφθαλμός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμφότεροι — ες, α (ΑΜ ἀμφότεροι, αι, α και σπάνια στον ενικό –ος, α, ον) και οι δύο, και ο ένας και ο άλλος (κατά τους ελληνιστικούς χρόνους έλαβε τη σημασία «όλοι μαζί» αρχ. (στον εν.) 1. καθένας, έκαστος 2. αυτός που μετέχει και στους δύο 3. (το ουδ. στον… … Dictionary of Greek